Κριτική στην πολιτική αξιολόγησης εκπαιδευτικών
Σε κάθε δημόσια εμφάνιση του τελευταίου καιρού, ο Πρωθυπουργός της χώρας, αναγνωρίζοντας την αυξανόμενη απόρριψη της πολιτικής του από τους πολίτες, επιλέγει να ρίξει τις ευθύνες στους άλλους καθώς και να απειλήσει με τιμωρίες. Οι αποτυχίες και οι αστοχίες είναι πλέον εμφανείς και η προσπάθεια αποσιώπησής τους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Αξιοσημείωτη είναι η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος είπε: «Συζητήσαμε την πορεία της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και νομίζω ότι εδώ πρέπει να είμαστε ειλικρινείς». Η αναγνώριση της μη ικανοποιητικής πορείας της διαδικασίας αξιολόγησης, συνοδεύεται από μια αυταρχική προσέγγιση, καθώς ο Πρωθυπουργός στοχοποιεί εκείνους τους εκπαιδευτικούς που αρνούνται να αξιολογηθούν. Η δήλωση αυτή λειτουργεί ως ένα εργαλείο καταστολής της όποιας διαφωνίας.
Επιπλέον, η φράση «επί της αρχής» που χρησιμοποιεί ο Πρωθυπουργός, αποκαλύπτει ότι η συζήτηση δεν αφορά την ποιότητα της διδασκαλίας ή των εκπαιδευτικών πρακτικών. Αντίθετα, στοχεύει σε εκείνους που διαφωνούν με την αξιολόγηση ως διαδικασία που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες των εκπαιδευτικών και των μαθητών. Ουσιαστικά, γίνεται αντικείμενο πολιτικής καταστολής οποιουδήποτε σκέφτεται διαφορετικά.
Η δήλωση του Πρωθυπουργού, λοιπόν, απειλεί τη φύση του δημόσιου σχολείου, το οποίο θα πρέπει να είναι χώρος κριτικής σκέψης και δημιουργίας. Οι Υπουργοί Παιδείας συστήνουν συχνά την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, όμως η τρέχουσα πολιτική του Πρωθυπουργού έρχεται σε άμεση αντίφαση με αυτές τις δηλώσεις.
Με τη θέση του, ο Πρωθυπουργός εξοστρακίζει τη κριτική σκέψη από τον εκπαιδευτικό διάλογο. Με αυτό το μήνυμα, στέλνει μια σαφή προειδοποίηση στους εκπαιδευτικούς και στους μαθητές: η διαφωνία υπονομεύει την ενότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και οποιαδήποτε μορφή αντίθεσης στιγματίζεται. Η ορθολογική προσέγγιση και η αναζήτηση του σωστού, δεν προάγονται αλλά ποινικοποιούνται, δημιουργώντας ένα κλίμα Υπακοής και υποταγής.
Είναι αναγκαίο να αναλογιστούμε τη φυσιογνωμία του δημόσιου σχολείου. Ο Πρωθυπουργός δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες διαδικασίες του δημόσιου σχολείου αλλά μιλά για το γενικότερο εκπαιδευτικό σύστημα, υπαινισσόμενος ότι αυτές οι απόψεις μπορεί να ισχύουν και για τα ιδιωτικά σχολεία. Ενδέχεται, λοιπόν, το ερώτημα να προκύψει: Ποιες ακριβώς είναι οι προθέσεις του; Θα αποκλειστούν εκπαιδευτικοί που δεν συμφωνούν πολιτικά με τη γραμμή της κυβέρνησης; Είναι σαφές ότι μια τέτοια προσέγγιση θα οδηγούσε σε ιδεολογική εκκαθάριση εντός του δημόσιου σχολείου.
Η μετατόπιση της διαδικασίας αξιολόγησης από μέσο βελτίωσης σε μέσο ιδεολογικής συμμόρφωσης δεν είναι απλώς επικίνδυνη για τους εκπαιδευτικούς, αλλά απειλεί το μέλλον της εκπαίδευσης και της δημοκρατίας στη χώρα. Αυτή η νέα αντίληψη της αξιολόγησης ως τεστ πολιτικής πίστης πλήττει εκ των πραγμάτων τον πυρήνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και εξαλείφει την κριτική σκέψη μέσα στα σχολεία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αντί να αναγνωρίσει την ανάγκη αναθεώρησης πολιτικών που οδηγούν σε αποτυχίες, επιρρίπτει τις ευθύνες στους εκπαιδευτικούς που αντιστέκονται στη διαδικασία αξιολόγησης. Ο πραγματικός στόχος εδώ είναι η εγκαθίδρυση ενός εκπαιδευτικού συστήματος που προάγει τη συμμόρφωση και όχι τη δημιουργικότητα και την κριτική σκέψη.
Η πολιτική αυτή δεν είναι απλώς αντιεκπαιδευτική· είναι αντεπίθεση στην ίδια τη δημοκρατία. Ο αγώνας των εκπαιδευτικών δεν περιορίζεται μόνο σε εργασιακά δικαιώματα αλλά επεκτείνεται στην ελευθερία της συνείδησης και την εκπαιδευτική ελευθερία, στοχεύοντας στην ουσία της δημόσιας εκπαίδευσης και στην ανάγκη για σκεπτόμενους πολίτες σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Παναγιώτης Κουμουνδούρος
Εκπαιδευτικός